φλοισβίζω

φλοισβίζω
Ν
(στην ποίηση) (αμτβ.) (για νερά που κινούνται) παφλάζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοίσβος. Το ρ., στο γ' εν. πρόσωπο φλοισβίζει, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλοισβίζω — αμτβ. (για νερά που κινούνται), παράγω φλοίσβο, παφλάζω ελαφρά: Πότε φλοισβίζει η θάλασσα, πότε βαρυβογκά (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοίσβισμα — το, Ν [φλοισβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλοισβίζω, ο φλοίσβος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”